- συμβουλευτής
- συμβουλευτήςadvisermasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συμβουλευτής — ο, ΝΑ [συμβουλεύω] 1. αυτός που δίνει συμβουλές σε κάποιον, σύμβουλος 2. βουλευτής από την ίδια περιφέρεια ή κατά την ίδια χρονική περίοδο με κάποιον άλλον αρχ. (στην αρχαία Ρώμη) συγκλητικός κατά την ίδια περίοδο με άλλον … Dictionary of Greek
συμβουλευταῖς — συμβουλευτής adviser masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμβουλευτήν — συμβουλευτής adviser masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμβουλευτῶν — συμβουλευτής adviser masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμβουλευτάς — συμβουλευτά̱ς , συμβουλευτής adviser masc acc pl συμβουλευτά̱ς , συμβουλευτής adviser masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυμβουλευτέα — συμβουλευτέα , συμβουλευτέος to be given as advice neut nom/voc/acc pl συμβουλευτέᾱ , συμβουλευτέος to be given as advice fem nom/voc/acc dual συμβουλευτέᾱ , συμβουλευτέος to be given as advice fem nom/voc sg (attic doric aeolic) συμβουλευτέα … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)